- θυάκτας
- θυάκτας, α, ὁ,A sacrificing priest, IG4.757 B (Troezen, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυάκτας — θυάκτας, ὁ (Α) επιγρ. ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με την οικογένεια του θύω (I). Πιθ. < αμάρτυρο *θυάζω] … Dictionary of Greek
θυάματα — θυάματα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ θύμον και θυμιάματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με την οικογένεια τού θύω (I). Πιθ. < αμάρτυρο *θυάζω όπως και το θυάκτας*] … Dictionary of Greek